- τελεσφορούμενα
- τελεσφορέωbring fruit to perfectionpres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελεσφορουμένας — τελεσφορουμένᾱς , τελεσφορέω bring fruit to perfection pres part mp fem acc pl (attic epic doric) τελεσφορουμένᾱς , τελεσφορέω bring fruit to perfection pres part mp fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφορώ — τελεσφορῶ, έω, ΝΜΑ [τελεσφόρος] νεοελλ. (για ενέργεια) φέρνω σε αίσιο τέλος, φέρνω αποτέλεσμα, είμαι αποτελεσματικός (α. «οι προσπάθειές του τελεσφόρησαν» β. «το φάρμακο αυτό δεν είναι τελεσφόρο») μσν. αρχ. 1. (για ζώα) κυοφορώ ώς το τέλος,… … Dictionary of Greek